Το σχολείο μας

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΜΑΣ

   Η παιδεία, η απόκτηση δηλαδή της γνώσης, υπήρξε, σ΄ όλους τους αιώνες της ανθρώπινης ιστορίας και για πολλά έθνη, η πιο μεγάλη δύναμη και ο σταθερότερος εθνικός πλούτος. Όχι μόνο γιατί έδινε τις δυνατότητες στον άνθρωπο να αξιοποιεί τις δυνάμεις της φύσης και να καρπούται τις δυνατότητές της, αλλά κυρίως, γιατί ανέσυρε τους λαούς από το σκοτάδι της αμάθειας και της αλληλοεκμετάλλευσης και τους οδηγούσε στην ανάπτυξη του πολιτισμού.

   Το νησί μας, θύμα επιδρομών και κατακτήσεων για χιλιάδες χρόνια , άντεξε και διατήρησε αναλλοίωτο μέχρι σήμερα τον ελληνικό του χαρακτήρα, χάρις στις πνευματικές δυνάμεις που αντλούσε από την παιδεία, την παράδοση και την ορθοδοξία, ακόμη και στις σκοτεινότερες περιόδους της πολυκύμαντης ιστορίας του.

   Ο τόπος μας, με αμιγή ελληνικό πληθυσμό ακολούθησε σ΄ όλη τη μακρά ιστορία του όλες τις φάσεις έξαρσης και κατάπτωσης του Ελληνισμού. Ώσπου μοιραία, βρέθηκε κάτω από τον ίδιο ζυγό του βάρβαρου Ασιάτη κατακτητή, ο οποίος αντιτάχθηκε σε κάθε προσπάθεια για πνευματική πρόοδο του πληθυσμού και ειδικά του Χριστιανικού. Κάτω από τη δυσβάστακτη αυτή σκλαβιά, που δεν άφηνε περιθώρια άλλης εκλογής και απασχόλησης στους «ραγιάδες», μικρούς και μεγάλους, παρά μόνο της καλλιέργειας των κτημάτων των πασάδων και των τιτλούχων της αυτοκρατορίας, επόμενο ήταν να απλωθεί σ΄ όλο το νησί, με τον καιρό, απαιδευσιά και αμάθεια βαριά και καταθλιπτική. Ο πόθος όμως για λευτεριά και μόρφωση έμενε άσβεστος. Ο παπάς της πόλης και του χωριού, το ψαλτήρι και το οκτωήχι υπήρξαν για πολλά χρόνια οι φορείς της γνώσης για τα σκλαβωμένα ελληνόπουλα. Ήταν η εποχή του κρυφού σχολείου, που τόσο εύστοχα έχει τραγουδήσει η λαϊκή μούσα και τόσο παραστατικά έχει αποθανατίσει στον πίνακά του ο μεγάλος μας ζωγράφος Ν. Γκύζης.

   Η πρώτη προσπάθεια για την ίδρυση σχολείου στο νησί γίνεται στις 6 Αυγούστου 1845, όταν η Γενική Συνέλευση των Δημογερόντων της Χώρας και των Χωριών, η οποία πραγματοποιείται υπό την προεδρία του μητροπολίτη Παγκρατίου, αποφάσισε: « ?παμψηφεί την σύστασιν Ελληνικού και Αλληλοδιδακτικού Σχολείου, προς εκπαίδευσιν και ηθικήν μόρφωσιν της νεολαίας?». Δυστυχώς η έλλειψη «?των αναγκαιούντων πόρων προς μισθοδοσίαν των διδασκάλων και των παρεπομένων άλλων εξόδων?», κατέστησε ανενεργή την ιστορική αυτή απόφαση. Όμως το σωτήριο έτος 1873, ορόσημο για τα εκπαιδευτικά πράγματα του νησιού, με πρωτοβουλία του φωτισμένου και δραστήριου τότε Μητροπολίτη Κω Καλλίνικου ο οποίος είχε αντιληφθεί της σημασία της παιδείας για το μέλλον του τόπου και την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού, ιδρύεται στην πρωτεύουσα(Χώρα) το πρώτο Αλληλοδιδακτικό σχολείο. Στο πρώτο αυτό σχολείο Στοιχειώδους Εκπαίδευσης διδάσκει ο μοναχός Δανιήλ από το Άγιο ΄Ορος, σκορπώντας τα φώτα του στις ψυχές των υποδούλων.

istoria01

Με την πάροδο των ετών και με τη βοήθεια των προνομίων που αποκτούν οι νησιώτες στη θρησκεία και την αυτοδιοίκηση, ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμιστικών νόμων που επιβάλλουν οι ξένες δυνάμεις στην αυτοκρατορία, γνωστών με τα ονόματα Χάτι Σερίφ(1836) και Χάτι Χουμαγιούν(1856), δημιουργείται μια εκπαιδευτική άνθιση και δραστηριότητα στην πόλη και στα χωριά, με κύριο φορέα την ορθόδοξη κοινότητα και κεφαλή τον εκάστοτε μητροπολίτη. Έτσι, στα τέλη του 19 ου αιώνα στο νησί μας λειτουργούσαν οκτώ σχολεία της πρώτης βαθμίδας, εξατάξιες Αστικές Σχολές αρρένων και θηλέων στην πόλη και, από μια μικτή τετρατάξια Αστική Σχολή σε κάθε χωριό. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα σχολεία ήταν Κοινοτικά, δηλαδή σχολεία της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητας. Τα διοικούσε εκλεγμένη Σχολική Εφορεία με πρόεδρο τον μητροπολίτη, τα μέλη της οποίας, ειδικά στα χωριά, ήταν οι επίτροποι της εκκλησίας. Η Σχολική Εφορεία ήταν εκείνη που διόριζε και έπαυε το διδακτικό προσωπικό, όριζε τις αμοιβές των δασκάλων και σύντασσε τον κανονισμό λειτουργίας τους. Τα σχολεία ακολουθούσαν το πρόγραμμα του ελληνικού Υπουργείου Παιδείας και ήταν ισότιμα με τα αντίστοιχα Ελληνικά. Τα έσοδα για τη συντήρηση και τη λειτουργία τους προέρχονταν από συνδρομές γονέων, κληροδοτήματα, δωρεές και προσφορές των κατοίκων κάθε ενορίας ή σε έκτακτες περιπτώσεις από ενισχύσεις που μυστικά έστελνε το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών. Τα σχολικά κτίρια τέλος ήταν κληροδοτήματα ευπόρων Κώων(Αναστασίου Παντελόγλου, Θάλειας Παρθενιάδη κ.ά.), ενώ οι δαπάνες για τη συντήρηση και τον εξοπλισμό τους καλύπτονταν αρκετές φορές από εμβάσματα Κώων μεταναστών ή συλλόγων της παροικίας.

istoria02

   Όπου και να ανατρέξει κανείς αυτή την εποχή(δεύτερο μισό 19 ου αιώνα), σ΄ όποια πηγή, ελληνική ή ξένη, διακρίνει διάχυτη την παρουσία και την κυριαρχία, θα λέγαμε καλύτερα, του ελληνικού στοιχείου στα νησιά και τα Παράλια. Ο θαυμασμός των ξένων για τη διατήρηση του πολιτισμού, της γλώσσας και της θρησκείας των «ραγιάδων», είναι έκδηλος. Κι΄ αν η Ορθοδοξία ήταν ένας παράγοντας που έκανε το έθνος μας να ξεχωρίζει στο πολυεθνικό τοπίο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο άλλος ήταν η ελληνική γλώσσα και η γνώση της ελληνικής ιστορίας. Δηλαδή η αυτογνωσία ότι συνεχίζει μια παρουσία ελληνική, που η αρχή της χάνεται στα βάθη της προϊστορίας, τρις χιλιάδες χρόνια πριν. Ήταν μια αυτογνωσία που πάλεψε μόνος του ο λαός μας να την αποκτήσει, ιδρύοντας εκατοντάδες σχολεία, όπου σπούδαζαν τα ελληνόπουλα τον πολιτισμό των προγόνων τους. Ήταν οι εποχή κατά την οποία οι πρόγονοί μας έκτιζαν πλάι στο τζαμί και στο κονάκι τα δυο τους εθνικά σύμβολα: μια εκκλησία κι ένα σχολείο. Ήταν η εποχή που μέσα από τα σχολεία αφυπνιζόταν ο ελληνισμός, η εθνική υπερηφάνεια και η Μεγάλη Ιδέα. Έτσι που ο Γάλλος περιηγητής Reclus σημείωνε χαρακτηριστικά και προφητικά στο βιβλίο του, μετά την επίσκεψή του στα τουρκοκρατούμενα νησιά του Αιγαίου και στα Μικρασιατικά Παράλια το 1880: «ουδαμού αλλαχού το Σχολείον αποτελεί ως εν Μ. Ασία όπλον αμύνης και πραγματικής προόδου. Δι΄ αυτού οι ελληνικοί πληθυσμοί ανακτώσι ειρηνικώς την Ασιατικήν Ελλάδαν?».

   Αυτοδιοικούμενα και αυτοσυντηρούμενα λειτουργούσαν τα ελληνικά σχολεία στο νησί τόσο στην περίοδο της τουρκικής, όσο και στην πρώτη περίοδο της ιταλικής κατοχής(1912-1924). Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως οι Τούρκοι και οι διάδοχοί τους Ιταλοί, δεν επιδίωξαν πολλές φορές να αναμειχθούν στα σχολικά πράγματα, ιδιαίτερα στη διδαχή της τουρκικής και ιταλικής γλώσσας. Όμως πάντα, είτε ο μητροπολίτης είτε η σχολική εφορεία με διάφορους τρόπους και προσχήματα, απέκρουαν τέτοιες προσπάθειες.

istoria03

   Έτσι ήταν διαμορφωμένο το σχολικό καθεστώς της «κτήσης», όταν το 1923 ο Mario Lago αναλάμβανε τη διοίκηση και τις τύχες των Δωδεκανησίων. Ικανός και οξυδερκής πολιτικός, πιστός στις αρχές της πλήρους ιταλοποίησης των νησιών, οργανώνει αμέσως ένα μακρόχρονο και καλά οργανωμένο σχέδιο με στόχο την αλλοίωση της γλώσσας, της παιδείας, της φυλετικής και θρησκευτικής ταυτότητας των Δωδεκανησίων, αλλά και του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος των νησιών. Τα πρώτα σύννεφα εμφανίζονται στον εκπαιδευτικό δωδεκανησιακό ορίζοντα το 1926, όταν δημοσιεύτηκε ο νέος σχολικός κανονισμός. Είναι η χρονιά που ο Lago εισάγει την ιταλική γλώσσα ως υποχρεωτικό μάθημα στα σχολεία της μέσης και της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Το μόνο ευτύχημα είναι πως η διδασκαλία τα πρώτα εκείνα χρόνια ανατίθεται σε Έλληνες ιταλομαθείς δασκάλους. Όμως η υποχώρηση αυτή των Ιταλών ήταν σκόπιμη και υστερόβουλη, για να δεχθούν δηλαδή οι Δωδεκανήσιοι χωρίς αντιδράσεις τα ιταλικά στα σχολεία τους. Το ίδιο έτος συμπίπτει και η μεγαλύτερη ακμή της παιδείας στη Δωδεκάνησο. Φαινόμενο που εντυπωσιάζει εκ πρώτης όψεως, εξηγείται όμως ως η φυσική αντίδραση του λαού μας στη χάλκευση νέων δεσμών στα εθνικά του εκπαιδευτήρια. Το 1926 λοιπόν λειτουργούν έξι πλήρη και αναγνωρισμένα ελληνικά γυμνάσια, πέντε ημιγυμνάσια, ένα ανώτερο παρθεναγωγείο στη Ρόδο και ένας μεγάλος αριθμός δημοτικών και νηπιαγωγείων σε κάθε πόλη και χωριό της Δωδεκανήσου.

   Η ίδια εκπαιδευτική πολιτική ασκείται μέχρι το 1932, όταν πλέον τα ελληνικά σχολεία, οι εθνικοί πυρσοί της Δωδεκανήσου, περιέρχονται σιγά-σιγά στα χέρια των κατακτητών. Με την έναρξη του σχολικού έτους 1932-33 η εβδομαδιαία τρίωρη διδασκαλία των ιταλικών γίνεται τετράωρη, η γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ δασκάλων και μαθητών στα μαθήματα αυτά ορίζεται η ιταλική, εισάγεται η εκμάθηση της ιταλικής ιστορίας και γεωγραφίας, ενώ το αναλυτικό πρόγραμμα ευθυγραμμίζεται πλήρως με εκείνο των αντίστοιχων ιταλικών σχολείων.

   Όπως ήταν φυσικό, για να πετύχουν τα καταχθόνια σχέδιά τους οι κατακτητές, επειδή δεν είχαν εμπιστοσύνη στους έλληνες δασκάλους, για τη διδασκαλία των ιταλικών και λατινικών, διόριζαν Ιταλούς ή Φραγκολεβαντίνους καθηγητές. Ευτυχώς τα υπόλοιπα μαθήματα τα δίδασκαν ακόμη Δωδεκανήσιοι εκπαιδευτικοί. Οι αφανείς αυτοί ήρωες, που σ΄ όλη την περίοδο της δουλείας στάθηκαν φρουροί του εθνισμού, της θρησκείας και θεματοφύλακες της εθνικής κληρονομιάς, στη μεγάλη τους πλειονότητα διάλεξαν χωρίς δισταγμό τον ελληνικό δρόμο. Παρέμειναν στα νησιά στερούμενοι την ελευθερία τους, χωρίς να υπολογίσουν στερήσεις, διώξεις και φυλακίσεις, εμψύχωναν και ενθάρρυναν τους μαθητές ακολουθώντας το ελληνικό πρόγραμμα. Οι Ιταλοί γνωρίζοντας τον καταλυτικό ρόλο των δασκάλων στην εκπαίδευση των νέων, αλλά και την επίδραση που ασκούσαν αυτοί στους πληθυσμούς των χωριών και των μικρών αστικών κέντρων, απαγόρευσαν από το 1929 το διορισμό διπλωματούχων των ελληνικών παιδαγωγικών ακαδημιών, ενώ συγχρόνως ίδρυσαν στη Ρόδο διδασκαλεία αρρένων και θηλέων( Istituto Magistrale ) με σκοπό να προσηλυτίσουν απόφοιτους γυμνασίου και να δημιουργήσουν ελληνόφωνα όργανα στην υπηρεσία τους. Παράλληλα, η ιταλική διοίκηση έλαβε και άλλα μέτρα για την επιμόρφωση των δασκάλων «επί το ιταλικώτερον». Από το 1935 λειτουργούσαν στη Ρόδο και στην Ιταλία δίμηνα θερινά σεμινάρια, που είχαν ως αντικείμενο τη διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας, λογοτεχνίας, τέχνης και της φασιστικής αγωγής. Σκοπός των σεμιναρίων αυτών ήταν οι δάσκαλοι να εκτιμήσουν τον ιταλικό πολιτισμό και τα αγαθά του φασιστικού πολιτεύματος, συμβάλλοντας στη συνέχεια στα σχέδια των κατακτητών για εξιταλισμό.

istoria04

   Οι Ιταλοί φυσικά δεν περιορίστηκαν στην «επιμόρφωση» των εκπαιδευτικών. Από το 1929 απαγόρευσαν στις κοινότητες να διορίζουν καθηγητές, που δεν είχαν αντίστοιχο δίπλωμα ιταλικού πανεπιστημίου. Όσοι από τους Δωδεκανήσιους καθηγητές ήθελαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην πατρίδα τους, ήταν υποχρεωμένοι να παρακολουθήσουν για ένα χρόνο μαθήματα στο πανεπιστήμιο της Πίζας. Χαρακτηριστικό στην περίπτωση των καθηγητών, όπως και των υποψηφίων δασκάλων, ήταν η υποχρέωσή τους να ζουν σε οικοτροφείο υπό την άμεση επίβλεψη και παρακολούθηση Ιταλών αξιωματικών της αστυνομίας. Η όλη ιταλική επιμορφωτική προσπάθεια συμπληρωνόταν με την υποχρεωτική εγγραφή δασκάλων και καθηγητών, ως συνδρομητών σε περιοδικά και συγγράμματα φασιστικού περιεχομένου.

   Ο σχολικός κανονισμός του 1926 δε θεωρήθηκε επαρκής και αποτελεσματικός για το νέο κυβερνήτη και διώκτη του ελληνισμού De Vecchi , ο οποίος με διάταγμα του 1937 εξομοιώνει τα κοινοτικά ελληνικά σχολεία με τα ιταλικά. Η εθνική μας γλώσσα αναγράφεται ως linqua locale (δηλαδή τοπική διάλεκτος), διδάσκεται προαιρετικά, χωρίς βιβλία και ο βαθμός της δε λαμβάνεται υπόψη στην προαγωγή των μαθητών. Όλα τα μαθήματα διδάσκονται στην ιταλική, ενώ παράλληλα ένα καινούργιο μάθημα με τίτλο cultura fascista (φασιστική αγωγή) κάνει την εμφάνισή του. Οι κατακτητές παρακολουθούν βήμα προς βήμα την πιστή εφαρμογή των διαταγμάτων και την πρόοδο των μαθητών στην εκμάθηση της ιταλικής, ενώ ελέγχουν την εργασία των εκπαιδευτικών. Όμως τα αποτελέσματα γι΄ αυτούς είναι αποκαρδιωτικά. Και τότε αρχίζει ο διωγμός των πατριωτών εκπαιδευτικών για την αμέλειά τους, αν όχι για την αντίδρασή τους. Όσοι δεν απολύονται εξαναγκάζονται να παραιτηθούν, ενώ αθρόα καταφθάνουν από το Βασίλειο με υποτυπώδη και πλημμελή μόρφωση οι αντικαταστάτες τους, πιστά όργανα του φασισμού και των σχεδίων εξιταλισμού των ελληνοπαίδων Δωδεκανησίων. Μόνη πλέον η ελληνική οικογένεια με βαθιά επίγνωση της αποστολής της, παίρνει στους ώμους της από το 1937 το βαρύ και ιερό έργο της εκπαίδευσης των παιδιών της. Συμπαραστάτες και βοηθούς στο έργο της έχει τους Δωδεκανήσιους εκπαιδευτικούς, όσους έπαψαν ή απέλυσαν οι Ιταλοί. Ζωντανεύουν το κρυφό σχολείο παρά τον κίνδυνο που διατρέχουν να τους εκτοπίσουν ή να τους φυλακίσουν. Γιατί οι κατακτητές είχαν απαγορεύσει τα ιδιαίτερα μαθήματα με ποινή τη φυλάκιση γονέων και δασκάλων.

   Μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο ιδρύθηκε και λειτούργησε το Ιπποκράτειο Γυμνάσιο Κω. Υπήρξε το πρώτο και μοναδικό σχολείο της δεύτερης βαθμίδας εκπαίδευσης, που λειτούργησε για περισσότερα από πενήντα χρόνια στο νησί με τεράστια εκπαιδευτική, εθνική και γενικότερα μορφωτική προσφορά. Η ιστορία του αρχίζει το έτος 1918, όταν η Κως και τα Δωδεκάνησα βρισκόταν υπό Ιταλική κατοχή. Λειτούργησε δυστυχώς για μια μόνο σχολική χρονιά, με διευθυντή τον Καλύμνιο φοιτητή της Φιλοσοφικής Μιχαήλ Σκαρδάση, ως όγδοη τάξη της Αστικής Σχολής Αρρένων η οποία λειτουργούσε στην Χώρα και στεγάστηκε σε αίθουσα του. Η έλλειψη όμως οικονομικών πόρων και οι αντιδράσεις των Ιταλικών αρχών κατοχής, δεν επέτρεψαν να λειτουργήσει για δεύτερη χρονιά, η πρώτη εκείνη γυμνασιακή τάξη.

   Παρ΄ όλες τις δυσκολίες, ύστερα από πέντε χρόνια επανιδρύεται το 1923 η πρώτη τάξη του Γυμνασίου, με την παρακάτω ιστορική πράξη της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας: «Συνεδρία της 18/8 και 10/9/1923?Κατ΄ αυτήν αποφασίζεται η κατάργησις της ΣΤ΄τάξεως του Παρθεναγωγείου, αι δε μαθήτριαι αυτής να φοιτώσιν εις την ΣΤ΄ τάξιν της Αστικής αρρένων. Εγκρίνεται η ίδρυσις της Α΄ τάξεως Γυμνασίου?». Έτσι το Σεπτέμβριο του σχολικού έτους 1923-24 επαναλειτουργεί η πρώτη τάξη με καθηγητές τους Καλύμνιους φιλολόγους Διονύσιο και Ιωάννη Ρεϊση και με διευθυντή τον πρώτο, ενώ στεγάζεται στις αίθουσες της εκκλησίας του Σταυρού, απέναντι από την είσοδο του Νοσοκομείου στην οδό Μητροπόλεως. Τον επόμενο χρόνο και ύστερα από την αιφνίδια αποχώρηση των Καλυμνίων καθηγητών, τη διεύθυνση αναλαμβάνει ο Αντιμαχείτης φιλόλογος Αναστάσιος Χατζηθέμελης με βοηθό του τον επίσης συμπατριώτη μας Ηρακλή Καραναστάση, πρωτοετή τότε φοιτητή της Φιλολογίας. Το σχολείο εξελίσσεται κάθε χρόνο με την προσθήκη και άλλων τάξεων. Έτσι, το σχολικό έτος 1925-26 λειτουργεί ως πλήρες Ημιγυμνάσιο αναγνωρισμένο από το Ελληνικό Υπουργείο Παιδείας, έχοντας συνολικά 18 μαθητές, 4 στην πρώτη, 13 στην δεύτερη και 1 στην τρίτη τάξη. Τη διεύθυνση του σχολείου αναλαμβάνει ο Ιωάννης Παπαπαναγιώτου, τον οποίο διαδέχεται ο φιλόλογος Γεώργιος Κουντούρης.

   Η επαναλειτουργία του Ιπποκρατείου ήρθε να καλύψει τις μορφωτικές ανάγκες και τις πνευματικές αναζητήσεις των νέων της εποχής εκείνης, αλλά και να αμβλύνει την κοινωνική αδικία. Διότι μέχρι τότε, ένας μικρός μόνο αριθμός μαθητών μπορούσε να αντιμετωπίσει, τις οικονομικές απαιτήσεις που πρόσφερε η λύση της φοίτησης στα γυμνάσια των γύρω νησιών, όπως στο Νικηφόρειο Καλύμνου, στο Βενετόκλειο Ρόδου και στο Πυθαγόρειο Σάμου. Για το λόγο αυτό οι γονείς των μαθητών πλήρωναν στην Κοινότητα οικειοθελώς δίδακτρα, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα που είχε ο καθένας. Οι ουσιαστικότεροι όμως λόγοι που οδήγησαν τους Κώους στην επαναλειτουργία του Γυμνασίου, περιγράφονται ανάγλυφα στην απόφαση της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας: «?Αύτη επιβάλλεται απολύτως δια πολλούς λόγους: 1)Διότι η πόλις Κω(Χώρα) είναι το κέντρον της νήσου. 2)Το Ιπποκράτειον Γυμνάσιον είναι απάντησις υπερήφανος εις τα εγειρόμενα ήδη ενταύθα μεγαλοπρεπή τεμένη των Μουσουλμάνων και Λατίνων. 3) Η εγγύησις του εθνικού παρόντος και μέλλοντος. 4)Η κιβωτός της συνειδήσεως του λαού της νήσου. 5)Ο τίτλος της καταγωγής μας. 6)Δείγμα ότι θέλομεν να ζήσωμεν εις τον ιδικόν μας ψυχικόν ιδανικόν κόσμον. 7)Προπύργιον ελπίδος και υπερηφανείας και 8)Η μη ύπαρξίς του, είναι ταπείνωσίς μας?Η κατάργησις του Γυμνασίου της Κω, θα ήτο ο εθνικός θάνατος του λαού μας?».

   Όμως, παρά τις προσπάθειες των γονέων, τα τεράστια έξοδα για τη συντήρηση και λειτουργία των εκπαιδευτηρίων του νησιού, αναγκάζουν την Ορθόδοξη Κοινότητα να απευθύνει το Σεπτέμβριο του 1923, έκκληση για οικονομική ενίσχυση στον Έλληνα Υπουργό Παιδείας με την παρακάτω επιστολή: «Εξοχότατε?Εις την δεινήν ταύτην οικονομικήν μας κατάστασιν, δεδομένου ότι τα εξ Αμερικής βοηθήματα των συμπατριωτών μας έπαυσαν, τα δε περισσεύματα της Κοινότητος εξηντλήθησαν, επικαλούμεθα την υμετέραν αντίληψιν?, άνευ της οποίας θα καταστή τελείως αδύνατος η λειτουργία των Κοινοτικών μας Εκπαιδευτηρίων?».

   Με την προσθήκη και άλλων τάξεων, το Γυμνάσιο ολοκληρώνεται ως πεντατάξιο το σχολικό έτος 1927-28, έχοντας στο δυναμικό του έξι καθηγητές και 101 περίπου μαθητές. Λειτουργεί υπό την εποπτεία διοίκηση και προστασία της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας Κω, τις συνδρομές των γονέων, τις προσφορές των κατοίκων και των Κωακών Σωματείων της διασποράς. Την άνοιξη του ίδιου έτους, μετά από συνεχείς προσπάθειες, το Ελληνικό Υπουργείο Παιδείας με το υπ΄ αριθμ. 74/29-4-1927 Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, αναγνωρίζει το Ιπποκράτειο ως «ισότιμον προς τα Δημόσια Γυμνάσια τα εν τω Ελληνικώ Κράτει λειτουργούντα».

   Παρά τα συνεχιζόμενα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Εφορεία των Σχολείων, πλήρες και αναγνωρισμένο το Ιπποκράτειο, αρχίζει τη νέα του πνευματική ανέλιξη και πορεία, για να προσφέρει την Ελληνορθόδοξη παιδεία στους σκλαβωμένους Κώους και να γίνει η πνευματική εστία του νησιού. Στο σχολείο αυτό στηρίζουν τις ελπίδες τους για την εξάλειψη της αμάθειας, για την εξασφάλιση του μέλλοντος των παιδιών τους, για την πνευματική και εθνική αναγέννηση του νησιού.

   Όμως ο τρομερός σεισμός του 1933, ο οποίος συγκλόνισε και ισοπέδωσε το νησί, σε συνδυασμό με τα συνεχιζόμενα οικονομικά προβλήματα της Ελληνικής Κοινότητας, έδωσαν την ευκαιρία στις Ιταλικές αρχές κατοχής να υποβιβάσουν το Ιπποκράτειο σε H μιγυμνάσιο. Ο αριθμός των μαθητών του περιορίζεται στους 42, μεταστεγάζεται στο κτίριο της Μητροπολιτικής κατοικίας, στην οδό Ιπποκράτους, ενώ καθήκοντα διευθυντή αναλαμβάνει ο Κώος φιλόλογος Γαβριήλ Παπαθεοφάνους.

   Το διάταγμα του ανθέλληνα Ιταλού Διοικητή Δωδεκανήσου C . M . De Vecchi το 1937, το οποίο επιβάλλει την υποχρεωτική διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας, δίνει το τελειωτικό κτύπημα στο Ιπποκράτειο. Το επόμενο έτος οι Ιταλοί, κλείνουν οριστικά όλα τα Ελληνικά σχολεία στη Δωδεκάνησο και αναγκάζουν τους μαθητές, να φοιτήσουν στα αντίστοιχα ιταλικά. Με τον τρόπο αυτό μια πολιτισμένη ευρωπαϊκή δύναμη στερεί το αναφαίρετο δικαίωμα, που έχει κάθε υπόδουλος λαός, να μαθαίνει και να μιλά τη μητρική του γλώσσα.

   Τα χρόνια που θα ακολουθήσουν μετά την απαγόρευση της διδασκαλίας της Ελληνικής γλώσσας και το κλείσιμο των Κοινοτικών σχολείων από τους Ιταλούς, θα είναι τα πιο δύσκολα για τους Δωδεκανήσιους. Ο τόπος γνωρίζει νέα πνευματική υποβάθμιση, αφού τα περισσότερα Ελληνόπουλα αρνούνται να φοιτήσουν στα Ιταλικά σχολεία. Οι κατακτητές με απειλές, εκβιασμούς, πιέσεις και διώξεις εξαναγκάζουν τους γονείς να στείλουν τα παιδιά τους να φοιτήσουν στα ιταλικά σχολεία, τα οποία στεγάζονται στα νεόδμητα ιταλικά εκπαιδευτήρια. Για άλλη μια φορά η αδούλωτη ελληνική ψυχή δεν πτοείται, αλλά οι Δωδεκανήσιοι αντιστέκονται αρνούμενοι να υποκύψουν στα σχέδια εξιταλισμού.

   Από το καλοκαίρι του 1944 φάνηκε καθαρά ότι ο ολέθριος για την ανθρωπότητα Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, έβαινε προς το τέλος του. Η απόβαση στη Νορμανδία και η γενική αντεπίθεση των συμμαχικών δυνάμεων σ΄ όλα τα μέτωπα του πολέμου, οδήγησε τα χιτλερικά στρατεύματα σε υποχώρηση. Η άλλοτε φοβερή γερμανική πολεμική μηχανή βρισκόταν στα πρόθυρα της γενικής κατάρρευσης. Το γεγονός αυτό αναθέρμανε τις ελπίδες και έδωσε κουράγιο στο δοκιμαζόμενο Κωακό λαό. Κάτω από αυτές τις εξελίξεις, ο Πατριαρχικός Επίτροπος αρχιμανδρίτης Φιλήμων Φωτόπουλος, ως κεφαλή της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας Κω, απηύθυνε στις 25 Ιουλίου 1944 επιστολή προς τον γερμανό στρατιωτικό διοικητή, με την οποία του ζητούσε το άνοιγμα των ελληνικών σχολείων. Η παθητική στάση των Γερμανών, ο ακράτητος ενθουσιασμός των κατοίκων που έβλεπαν τη μέρα της λευτεριάς να πλησιάζει, όπλισαν με θάρρος και παρακίνησαν τον αρχιμανδρίτη Φιλήμωνα να λάβει την ιστορική απόφαση για το άνοιγμα των σχολείων. Για το λόγο αυτό όρισε τετραμελή Εφορευτική Επιτροπή που θα είχε την ευθύνη του εγχειρήματος, την οποία αποτελούσαν ο Ιωάννης Τριπολίτης, ο Γεώργιος Κουτσουράδης, ο Γεράσιμος Ματθαίου και ο Νικόλαος Πάτμιος. Η απόφαση αυτή, όπως ήταν φυσικό, συνάντησε τη λυσσαλέα αντίδραση των Ιταλών φασιστών, οι οποίοι με την ανοχή των Γερμανών συμμάχων τους διατηρούσαν ακόμη τον έλεγχο της κατάστασης. Όμως, η ανυποχώρητη στάση των Επιτρόπων υποχρέωσε τους Ιταλούς να αποδεχθούν το άνοιγμα των Ελληνικών σχολείων, με την προϋπόθεση να τεθούν και πάλι υπό την εποπτεία και τον έλεγχό τους, γεγονός που δεν αποδέχθηκε η Ελληνική πλευρά. Την επομένη, ομάδα κατοίκων μαζί με τους Εφόρους Γ. Κουτσουράδη και Γ. Ματθαίου επισκέφθηκαν το διευθυντή των ιταλικών σχολείων και απαίτησαν να τους επιστραφούν τα θρανία και οι πίνακες, που είχαν αφαιρεθεί από τα ελληνικά σχολεία με το κλείσιμό τους το 1939. Ο Ιταλός μπροστά στη σθεναρή απαίτηση των Εφόρων αναγκάστηκε να τα παραδώσει στο πλήθος, που στο μεταξύ είχε κατακλύσει την αυλή του σχολείου. Την άκρως συγκινητική και μεγαλειώδη εκείνη στιγμή πραγματοποιήθηκε από τον αρχιμανδρίτη Φιλήμωνα, ο αγιασμός για το άνοιγμα των σχολείων και την έναρξη των μαθημάτων. Όταν πάνω στο τραπέζι του αγιασμού απλώθηκε η γαλανόλευκη, που είχε φέρει ο Γ. Ματθαίου, το συγκεντρωμένο πλήθος με δάκρυα στα μάτια ξέσπασε σε ζητωκραυγές και χειροκροτήματα. Με το τέλος του αγιασμού και ύστερα από αυθόρμητο έρανο, οι συγκεντρωμένοι πρόσφεραν πρόθυμα το ποσόν των 154.000 λιρετών, για να αντιμετωπισθούν τα πρώτα σχολικά έξοδα. Η Σχολική Επιτροπή στη συνέχεια διόρισε τον Κώο καθηγητή Γαλλικών Νικόλαο Χατζηβασιλείου Γενικό Διευθυντή και Επόπτη των εκπαιδευτηρίων του νησιού, καθώς και τον πρώτο πυρήνα των εκπαιδευτικών της επαναλειτουργίας των σχολείων, τον οποίο αποτελούσαν οι δάσκαλοι: Σισκαμάνης Ιωαννίκιος, Σεβαστού Αναστασία, Μουζουράκης Μικές, Κοντογεωργιάδου Αννέτα και Γεωργιάδου Διονυσία.

istoria05

   Έτσι είχαν εξελιχθεί τα εκπαιδευτικά πράγματα στο νησί μέχρι την 9 η Μαΐου 1945. Στις 10 το πρωί, πριν οι συμμαχικές δυνάμεις καταφθάσουν στο νησί, οι κάτοικοι συγκροτούν ομάδες κατάληψης των δημοσίων υπηρεσιών και εκλέγουν δια βοής τον Γεώργιο Κουτσουράδη πρώτο δήμαρχο της ελεύθερης Κω. Οπλισμένοι με θάρρος και αποφασιστικότητα καταργούν τις ιταλικές αρχές, καταλαμβάνουν τα δημόσια κτίρια και υψώνουν σ΄ αυτά τη γαλανόλευκη. Ο Νικόλαος Χατζηβασιλείου επικεφαλής ομάδας δασκάλων, μαθητών και πολιτών που αθρόα είχαν συγκεντρωθεί στην οδό Ιπποκράτους, αναλαμβάνουν την κατάληψη των ιταλικών σχολείων. Στην είσοδο που στεγάζει σήμερα το Ιπποκράτειο Λύκειο, συνάντησαν τον Ιταλό Διοικητή, ο οποίος αρνήθηκε να τους παραδώσει τα κτίρια. Κάποιοι πυροβολισμοί αέρα, οι διαθέσεις του ασυγκράτητου πλήθους και η παρέμβαση του Γερμανού κομισάριου, έκαμψαν την αδιαλλαξία του Ιταλού διοικητή. Το τι ακολούθησε είναι δύσκολο να περιγραφεί. Το πλήθος και οι μαθητές με ζητωκραυγές και χειροκροτήματα κατέλαβαν τα σχολεία, στα οποία ύψωσαν την Ελληνική Σημαία. Έτσι, όταν το μεσημέρι της ίδιας μέρας κατέφθασαν τα Αγγλικά πολεμικά πλοία από την Αλικαρνασσό, βρήκαν το νησί ελεύθερο και τους Κώους να ελέγχουν την κατάσταση. Στη συνέχεια ακολούθησε η Δοξολογία στον Αγ. Νικόλαο και το ξέφρενο πανηγύρι χαράς για το ξημέρωμα της λευτεριάς.

   Στο διάστημα που ακολουθεί η Εφορευτική Επιτροπή, κάτω από την γενική επιθυμία και την επιταγή των κατοίκων, φρόντισε για την επανίδρυση και λειτουργία του Ιπποκρατείου Γυμνασίου. Για το σκοπό αυτό, κλήθηκαν από την Αθήνα δύο Κώοι καθηγητές ο φιλόλογος Αφεντούλης Ζήκας και η μαθηματικός Δέσποινα Αυγουλά, οι οποίοι μαζί με το Νικόλαο Χατζηβασιλείου συγκρότησαν τις τρις πρώτες γυμνασιακές τάξεις από τους πρώτους αποφοίτους των δημοτικών. Παράλληλα για την τακτοποίηση των παλαιών μαθητών που δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους προπολεμικά, λόγω του κλεισίματος των Ελληνικών σχολείων από τους Ιταλούς, ιδρύθηκαν νυκτερινά τμήματα των δύο ανώτερων τάξεων για τους εργαζόμενους μαθητές. Με τον τρόπο αυτό το σχολικό έτος 1945-46 πλήρες το Ιπποκράτειο, λειτούργησε ως ημερήσιο για τις τρις πρώτες τάξεις και ως νυκτερινό για τις δύο επόμενες. Συγχρόνως το Υπουργείο Παιδείας συγκρότησε στην Αθήνα Επιτροπή με πρόεδρο το Δωδεκανήσιο καθηγητή Μιχαήλ Βολονάκη, μέλημα της οποίας ήταν να επανδρώσει τα σχολεία της Δωδεκανήσου με προσωπικό και κατάλληλο εξοπλισμό. Ο Βολονάκης ανέθεσε στον Κώο φιλόλογο Γαβριήλ Παπαθεοφάνους το δύσκολο έργο της επάνδρωσης και επαναλειτουργίας του σχολείου. Μ΄ αυτόν τον τρόπο ορίσθηκαν ο πρώτος γυμνασιάρχης και οι πρώτοι καθηγητές, που είχαν την τιμή να διδάξουν στο Ιπποκράτειο Γυμνάσιο μετά την απελευθέρωση και αυτοί ήταν: Παπαθεοφάνους Γαβριήλ (Φιλόλογος-Γυμνασιάρχης), Καμπουράκης Νικόλαος (Μαθηματικός), Ζήκας Αφεντούλης(Φιλόλογος), Σταματιάδου Ευαγγελία(Φιλόλογος), Αυγουλά Δέσποινα (Μαθηματικός), Χατζηβασιλείου Νικόλαος (Γαλλικών), Μαυρουδής Ηρακλής (Θεολόγος) και Παπαμιχαήλ Μιχαήλ( Γυμναστής). Με κίνδυνο της ζωής τους έφθασαν στο νησί με ένα παλιό οχηματαγωγό του στόλου τον Απρίλιο του 1946. Έτσι μετά από επτά χρόνια το Ιπποκράτειο επαναλειτουργεί με 45 μαθητές. Στεγάζεται στην αριστερή πτέρυγα του σημερινού Σχολικού Συγκροτήματος του 1ου Δημοτικού, στην οδό Κοραή με διευθυντή και πάλι τον Γαβριήλ Παπαθεοφάνους. Το επόμενο διά στημα όλοι οι μαθητές υποβλήθηκαν σε κατατακτήριες εξετάσεις. Έτσι τον Ιούνιο του 1946 εκδόθηκαν τα πρώτα απολυτήρια του σχολείου.

   Το 1948 επανδρώνεται και λειτουργεί πλήρως με 94 μαθητές και 10 καθηγητές ενώ μεταφέρεται στη σημερινή του θέση στην οδό Ιπποκράτους. Η ανέλιξη και η πνευματική ακμή του Ιπποκράτειου συνεχίζεται τα επόμενα χρόνια, γίνεται το κέντρο της πνευματικής ζωής του νησιού, γνωστό στο πανελλήνιο, ενώ οι ποικίλες δραστηριότητες και εκδηλώσεις του ξεπερνούν τα μαθητικά όρια και αποκτούν παγκωακή διάσταση και αναγνώριση.

   Το 1964 χωρίζεται για πρώτη φορά σε Γυμνάσιο και Λύκειο με 438 και 195 μαθητές αντίστοιχα, ενώ γίνεται και πάλι ενιαίο εξατάξιο Γυμνάσιο το 1968 με 720 μαθητές, αριθμό ρεκόρ στην ιστορία του σχολείου.

istoria06

   Το 1981 πραγματοποιείται ο πλήρης διαχωρισμός Γυμνασίου-Λυκείου με την μετεγκατάσταση του πρώτου στο διδακτήριο της Αγ. Μαρίνας. Ήδη έχει προηγηθεί η αποσυμφόρηση του με την ίδρυση του Γυμνασίου Αντιμάχειας και αργότερα του Επαγγελματικού Λυκείου.

   Μέχρι το 1997 το Ιπποκράτειο ήταν το μεγαλύτερο Λύκειο του Νομού μας έχοντας 450 μαθητές και 37 περίπου καθηγητές. Στις μέρες μας, με την μετατροπή του σε Ενιαίο Λύκειο και την υποχρεωτική αποσυμφόρηση του με τη δημιουργία του 2 ου Λυκείου στην πόλη μας, οι μαθητές του ανέρχονται στους 290 ενώ διδάσκουν 32 περίπου καθηγητές.

   Το Ιπποκράτειο διαθέτει πλούσια, βιβλιοθήκη με εκατοντάδες τόμους βιβλίων σπανίων εκδόσεων. Ο μεγαλύτερος όγκος των βιβλίων, προέρχεται από τις δωρεές του Μητροπολιτικού Συνεδρίου το 1927, του Αρχιμανδρίτη Φιλήμονα Φωτόπουλου, του Οδοντίατρου-Θεολόγου Στέργου Δημητριάδη-Κιαπόκα, της οικογένειας Αλεξίου Αναστ. Θυμανάκη, της Πολιτείας , του Δήμου της Κω, κ.ά.

   Μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το αρχείο εγγράφων και βιβλίων του σχολείου, το οποίο σώζεται ακέραιο και φυλάσσεται σε κατάλληλο χώρο.

   Το Ιπποκράτειο, παρείχε πάντοτε υψηλά επίπεδα εκπαίδευσης και υπήρξε, για δεκαετίες, πρότυπο σχολείο για τα Δωδεκάνησα και ένα από τα σημαντικότερα εκπαιδευτήρια του Ελληνισμού.

   Πολλοί από τους 3.500 περίπου αποφοίτους του, αναδείχθηκαν σημαντικές μορφές της πολιτικής, επιστημονικής, πολιτιστικής και οικονομικής ζωής του τόπου μας.

   Υπήρξε το σημείο αναφοράς στα εκπαιδευτικά πράγματα του νησιού, το κέντρο της πνευματικής ζωής, προπύργιο ελπίδας και περηφάνιας αυτού του τόπου.

   Στη χαραυγή του νέου αιώνα, της νέας χιλιετίας, παρά τις ισοπεδωτικές διαβρώσεις της σύγχρονης ζωής, το Ιπποκράτειο διατηρεί στη συνείδηση των Κώων την αίγλη και την αναγνώριση που του αρμόζει, κάνοντας περήφανους όσους είχαν την τύχη να φοιτήσουν σ’ αυτό.

Πληροφορίες/Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Μαρκόγλου